πουλ

πουλ
(pool). Κερδοσκοπικός συνεταιρισμός με προσωρινό, συνήθως, χαρακτήρα. Όσοι συμμετέχουν σε εμπορικά π. συμφωνούν να συσσωρεύσουν εμπορεύματα και vα αναλάβουν την πώλησή τους, με σκοπό να προκληθεί έλλειψη στην αγορά και άνοδος των τιμών. Άλλα π. δημιουργούνται με σκοπό την κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο αξιών, άλλα για τη συγκέντρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας κλπ.
* * *
το, Ν
(οικον.) είδος άτυπου συνασπισμού ομοειδών επιχειρήσεων με τον οποίο οι επιχειρήσεις αυτές επιδιώκουν συγκεκριμένο σκοπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pool < γαλλ. poule «κατάθεση χρημάτων κάθε παίκτη στο χαρτοπαίγνιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πούλια — η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι πούλιες μικρά δισκία από λαμπερό μέταλλο που χρησιμοποιούνται για τη διακόσμηση ενδυμάτων 2. (ως κύριο ον.) Πούλια κοινή ονομασία τού αστερισμού τών Πλειάδων («ο αυγερινός κι η πούλια, τ άστρα τής αυγής», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Μπραζαβίλ — (Brazzaville). Πόλη (1.169.900 κάτ. το 2003) και πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Κονγκό. Iδρύθηκε το 1880 από τον εξερευνητή Πιέρ Σαβορνιάν ντι Mπραζά, από τον οποίο πήρε και το όνομά της, άρχισε όμως να αποκτά κάποια σημασία ως πόλη μόνο από το… …   Dictionary of Greek

  • συμμετρικός — ή, ό / συμμετρικός, ή, όν, ΝΑ [σύμμετρος] αυτός που έχει συμμετρία νεοελλ. φρ. α) «συμμετρικά σημεία ως προς σημείο» μαθ. δύο σημεία που απέχουν εξίσου από ένα τρίτο σημείο το οποίο αποτελεί το μέσον τού ευθύγραμμου τμήματος που έχει ως άκρα τα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Κινσάσα — (Kinshasa). Πόλη (6.541.300 κάτ. το 2003) και πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Κονγκού, απέναντι από την Μπραζαβίλ, πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Κονγκό, από την οποία χωρίζεται… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκός — (Congο). Ποταμός (4.380 χλμ.) της Αφρικής, ο δεύτερος σε μήκος της αφρικανικής ηπείρου, μετά τον Νείλο, και ο δεύτερος στον κόσμο, μετά τον Αμαζόνιο, σε λεκάνη απορροής (3.690.000 τ. χλμ.) και σε παροχή νερού (75.000 κ.μ./δευτ. στις εκβολές).… …   Dictionary of Greek

  • Λε Καρέ, Τζον — (John Le Carré, Πουλ, Ντόρσετ 1931 –). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου συγγραφέα Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνγουελ (David John Moore Cornwell). Σπούδασε στο Μπερν και στην Οξφόρδη και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του διδάσκοντας στο κολέγιο του Ίτον την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”